τεκμαίροιτο

τεκμαίροιτο
τεκμαίρομαι
assign
pres opt mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τεκμαίροιτ' — τεκμαίροιτο , τεκμαίρομαι assign pres opt mp 3rd sg τεκμαίροιτε , τεκμαίρομαι assign pres opt act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέω — (AM καταρρέω) 1. κατακρημνίζομαι, γκρεμίζομαι, σωριάζομαι κάτω (α. «κατέρρευσε η στέγη τού σπιτιού» β. «καραρρυῆναι δὲ τῷ ἱερῷ τὸν ὄροφον τεκμαίροιτο ἄν τις ὑπὸ τοῡ χρόνου», Παυσ.) 2. αφανίζομαι (α. «τής νεότητας μου ρεύμα, διατί δεν καταρρέεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”